παρέπλευσα

παρέπλευσα
παραπλέω
sail by
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παραπλέω — παρέπλευσα, πλέω παράλληλα ή κοντά σε κάτι: Το πλοίο μόλις παρέπλευσε το ακρωτήρι του Άθω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραπλέω — παραπλέω, παρέπλευσα βλ. πίν. 42 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”