παραπλέω — παρέπλευσα, πλέω παράλληλα ή κοντά σε κάτι: Το πλοίο μόλις παρέπλευσε το ακρωτήρι του Άθω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραπλέω — παραπλέω, παρέπλευσα βλ. πίν. 42 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής